- άβαφος
- η , ο [ос, ον]1) некрашеный; 2) нечищеный (об обуви); 3) незакалённый (о стали)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άβαφος — και άβαφτος, η, ο [βάφω] 1. ο δίχως βαφή, αχρωμάτιστος 2. ο δίχως φτιασίδια, αφτιασίδωτος 3. ο άβαπτος* … Dictionary of Greek
άβαφος — η, ο αυτός που δε βάφηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβαφτος — η, ο βλ. άβαφος … Dictionary of Greek
αβαφία — η [άβαφος] 1. έλλειψη βαφής, χρωματισμού 2. η μη σκλήρυνση σιδήρου ή χάλυβα μετά την πυράκτωση … Dictionary of Greek
αμπογιάτιστος — η, ο [μπογιατίζω] ο μη μπογιατισμένος, αχρωμάτιστος, άβαφος … Dictionary of Greek
αμπογιάντιστος — η, ο άβαφος: Το σπίτι είχε μείνει αρκετά χρόνια αμπογιάντιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχρωμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι χρωματισμένος, ο άβαφος: Έχουμε το σπίτι αχρωμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει χρώμα, ο άχρωμος: Φορεί αχρωμάτιστα γυαλιά. 3. αυτός που δεν ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Πολιτικά ήταν αχρωμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)